- νοσηρῶν
- νοσηρόςdiseasedfem gen plνοσηρόςdiseasedmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβιταμίνωση — Η παντελής έλλειψη μιας ή περισσότερων βιταμινών από τον οργανισμό. H έλλειψη βιταμινών ή η ύπαρξή τους σε ανεπαρκείς ποσότητες (υποβιταμίνωση) οδηγεί στην εκδήλωση χαρακτηριστικών νοσηρών καταστάσεων που είναι γνωστές ως στερητικές νόσοι. Κατά… … Dictionary of Greek
επιρρευματίζομαι — ἐπιρρευματίζομαι (Α) [ρευματίζομαι] προσβάλλομαι για δεύτερη φορά από συρροή νοσηρών χυμών («ἐάν ἔτι ἐπιρρευματίζηται ὁ νεφρός», Γαλ.) … Dictionary of Greek
επιρρευματισμός — ἐπιρρευματισμός, ὁ (AM) ρεύμα, συρροή κακοχυμίας (νοσηρών χυμών) σ’ ένα τραύμα … Dictionary of Greek
εφεδρίνη — Αλκαλοειδές, το οποίο περιέχεται σε διάφορα είδη εφέδρας, απ’ όπου και λαμβάνεται. Έχει χημικό τύπο C6H5CH(CH3)ΝΗ(ΟΗ)CHCH3, δηλαδή είναι μία αμινοφαινόλη. Η ενέργειά της είναι παραπλήσια με της αδρεναλίνης και της αμφεταμίνης. Παρασκευάζεται και… … Dictionary of Greek
παγοπληξία — η (Α παγοπληξία) σύνολο νοσηρών συμπτωμάτων που προκαλείται στον οργανισμό υπό την επίδραση τού πάγου ή γενικά τού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πληξία (< πληκτος < πλήττω), πρβλ. θερμο πληξία] … Dictionary of Greek
παθολογία — Βασικός κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τη γένεση και την εξέλιξη των παθολογικών διεργασιών. Η π. ξεφεύγει από την εξέταση της μεμονωμένης κλινικής περίπτωσης του πάσχοντος ατόμου και μελετά τη νόσο στην τυπική της εικόνα,… … Dictionary of Greek
ρους — (I) ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α 1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα τού νερού (α. «ο ρους τού Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῡ», Αισχύλ. γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους … Dictionary of Greek
συμπτωματολογία — η, Ν ιατρ. 1. το σύνολο τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο 2. (φυτοπαθολ.) κλάδος τής φυτοπαθολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την περιγραφή και κατάταξη τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι… … Dictionary of Greek
υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς … Dictionary of Greek
ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα … Dictionary of Greek